οράριο(ν)

οράριο(ν)
το (ΑΜ ὀράριον)
βλ. ωράριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οράριο — το (λ. λατ.), διακριτικό άμφιο (ταινία) του διάκου, που αναδιπλώνεται στον αριστερό του ώμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ωράριο — (I) το, Ν 1. οι ώρες εργασίας μιας υπηρεσίας, ενός εργοστασίου, ενός εμπορικού ή άλλου καταστήματος («θερινό ωράριο») 2. ο πίνακας όπου αναγράφονται οι παραπάνω ώρες 3. (νομ.) ο αριθμός τών ωρών εργασίας, που επιτρέπεται να προσφέρει κάθε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”